Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Welsh
02
Ουαλός, Ουαλή
a person from Wales or someone of Welsh descent
Παραδείγματα
A Welsh guided us through the historic town.
Ένας Ουαλός μας ξενάγησε στην ιστορική πόλη.
She met a Welsh who shared stories about his homeland.
Συνάντησε έναν Ουαλό που μοιράστηκε ιστορίες για την πατρίδα του.
03
Ουαλικό, ράτσα βοοειδών διπλής χρήσης που αναπτύχθηκε στην Ουαλία
a breed of dual-purpose cattle developed in Wales
welsh
01
Ουαλικός, από την Ουαλία
related to the country of Wales, its people, culture, or language
Παραδείγματα
She enjoys listening to traditional Welsh music.
Απολαμβάνει να ακούει παραδοσιακή Ουαλική μουσική.
He studied the Welsh language at university.
Μελέτησε την ουαλική γλώσσα στο πανεπιστήμιο.
to welsh
01
εξαπατώ με την αποφυγή πληρωμής ενός χρέους τυχερών παιχνιδιών, εξαπατώ μη πληρώνοντας ένα χρέος τυχερών παιχνιδιών
cheat by avoiding payment of a gambling debt



























