LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Warily
/wˈeəɹili/
/ˈwɛɹəɫi/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "warily"
warily
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
in a careful manner, with a sense of caution and suspicion
unwarily
Παράδειγμα
He
warily
entered
the
abandoned
house
,
flashlight
in
hand
,
ready
for
any
surprises
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App