
Αναζήτηση
warily
01
προσεκτικά, με επιφυλακτικότητα
in a careful manner, with a sense of caution and suspicion
Example
He warily entered the abandoned house, flashlight in hand, ready for any surprises.
Εισήλθε προσεκτικά, με επιφυλακτικότητα, στο εγκαταλελειμμένο σπίτι, κρατώντας μια φακό, έτοιμος για κάθε έκπληξη.
The detective approached the crime scene warily, keeping an eye out for any potential evidence.
Ο ντετέκτιβ πλησίασε την σκηνή του εγκλήματος προσεκτικά, με επιφυλακτικότητα, κρατώντας ένα μάτι για τυχόν δυνητικά αποδεικτικά στοιχεία.
word family
wary
Adjective
warily
Adverb
unwarily
Adverb
unwarily
Adverb