Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Wandering
01
περιπλάνηση, περιφορά
travelling about without any clear destination
wandering
01
περιπλανώμενος, ταξιδεύων
of a path e.g.
02
περιπλανώμενος, μεταναστευτικός
migratory
Παραδείγματα
The wandering path through the forest seemed to stretch on forever.
Το περιπλανώμενο μονοπάτι μέσα από το δάσος φαινόταν να εκτείνεται για πάντα.
The wandering river carved new paths through the landscape every year.
Ο περιπλανώμενος ποταμός έκοβε νέα μονοπάτια μέσα στο τοπίο κάθε χρόνο.



























