Walloping
volume
British pronunciation/wˈɒləpˌɪŋ/
American pronunciation/ˈwɔɫəpɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "walloping"

01

extremely large, powerful, or impressive in size or impact

01

a sound defeat

walloping

adj

wallop

v
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store