Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Wallet
01
πορτοφόλι, βαλές
a pocket-sized, folding case that is used for storing paper money, coin money, credit cards, etc.
Παραδείγματα
He reached into his back pocket and pulled out his wallet.
Έβαλε το χέρι του στην πίσω τσέπη και έβγαλε το πορτοφόλι του.
He took out a few coins from his wallet to buy a snack.
Έβγαλε μερικά νομίσματα από το πορτοφόλι του για να αγοράσει ένα σνακ.



























