Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Validity
01
εγκυρότητα
the quality of being well-founded and logically sound
Παραδείγματα
The validity of the scientific theory was confirmed through repeated experiments and peer review.
Η εγκυρότητα της επιστημονικής θεωρίας επιβεβαιώθηκε μέσω επαναλαμβανόμενων πειραμάτων και κριτικής από ομοτίμους.
Legal experts debated the validity of the contract, scrutinizing its terms and conditions.
Νομικοί ειδικοί συζήτησαν την εγκυρότητα της σύμβασης, εξετάζοντας τους όρους και τις προϋποθέσεις της.
02
εγκυρότητα
the quality of having legal force or effectiveness



























