Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Valley
01
κοιλάδα, φαράγγι
a low area of land between mountains or hills, often with a river flowing through it
Παραδείγματα
The sun set behind the hills, casting long shadows over the valley.
Ο ήλιος έδυσε πίσω από τους λόφους, ρίχνοντας μακριές σκιές πάνω στην κοιλάδα.
The train passed through a beautiful valley on its route.
Το τρένο πέρασε από μια όμορφη κοιλάδα στη διαδρομή του.



























