Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
valorous
01
γενναίος, θαρραλέος
displaying bravery and boldness, especially in the face of danger or challenging situations
Παραδείγματα
The knight was celebrated for his valorous deeds on the battlefield.
Ο ιππότης γιορτάστηκε για τις ανδρείες πράξεις του στο πεδίο της μάχης.
Her valorous actions during the rescue saved many lives.
Οι γενναίες του πράξεις κατά τη διάρκεια της διάσωσης έσωσαν πολλές ζωές.



























