Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
valiant
01
γενναίος, θαρραλέος
showing courage or determination in the face of danger or adversity
Παραδείγματα
The firefighter made a valiant effort to save the family trapped in the burning house.
Ο πυροσβέστης έκανε μια γενναία προσπάθεια να σώσει την οικογένεια που ήταν παγιδευμένη στο καμένο σπίτι.
She gave a valiant speech, defending her point of view despite the criticism.
Έδωσε μια γενναία ομιλία, υπερασπιζόμενη την άποψή της παρά τις επικρίσεις.
Λεξικό Δέντρο
overvaliant
valiantly
valiant
valor



























