usable
u
ˈju
γου
sa
ζα
ble
bəl
μπαλ
British pronunciation
/jˈuːzəbə‍l/

Ορισμός και σημασία του "usable"στα αγγλικά

01

χρησιμοποιήσιμος, πρακτικός

capable of being utilized effectively for its intended purpose
usable definition and meaning
example
Παραδείγματα
The old computer, although slow, was still usable for basic tasks.
Ο παλιός υπολογιστής, αν και αργός, ήταν ακόμα χρησιμοποιήσιμος για βασικές εργασίες.
The instructions were clear and made the product easily usable even for beginners.
Οι οδηγίες ήταν ξεκάθαρες και έκαναν το προϊόν εύκολα χρησιμοποιήσιμο ακόμα και για αρχάριους.
02

χρησιμοποιήσιμος, εφαρμόσιμος

capable of being put to use
03

χρησιμοποιήσιμος, πρακτικός

designed for convenience
example
Παραδείγματα
The new remote control is very useable, with buttons that are easy to press.
Το νέο τηλεχειριστήριο είναι πολύ χρηστικό, με κουμπιά που είναι εύκολο να πατηθούν.
The app's clean design makes it highly useable for first-time users.
Το καθαρό σχέδιο της εφαρμογής την καθιστά πολύ χρηστική για τους χρήστες που τη χρησιμοποιούν για πρώτη φορά.

Λεξικό Δέντρο

reusable
unusable
usableness
usable
use
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store