Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
usable
01
χρησιμοποιήσιμος, πρακτικός
capable of being utilized effectively for its intended purpose
Παραδείγματα
The old computer, although slow, was still usable for basic tasks.
Ο παλιός υπολογιστής, αν και αργός, ήταν ακόμα χρησιμοποιήσιμος για βασικές εργασίες.
The instructions were clear and made the product easily usable even for beginners.
Οι οδηγίες ήταν ξεκάθαρες και έκαναν το προϊόν εύκολα χρησιμοποιήσιμο ακόμα και για αρχάριους.
02
χρησιμοποιήσιμος, εφαρμόσιμος
capable of being put to use
Παραδείγματα
The new remote control is very useable, with buttons that are easy to press.
Το νέο τηλεχειριστήριο είναι πολύ χρηστικό, με κουμπιά που είναι εύκολο να πατηθούν.
The app's clean design makes it highly useable for first-time users.
Το καθαρό σχέδιο της εφαρμογής την καθιστά πολύ χρηστική για τους χρήστες που τη χρησιμοποιούν για πρώτη φορά.



























