Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
serviceable
01
χρησιμοποιήσιμος, έτοιμος για υπηρεσία
ready for service or able to give long service
02
χρησιμοποιήσιμος, λειτουργικός
intended or able to serve a purpose without elaboration
03
χρησιμοποιήσιμος, λειτουργικός
able to be used effectively or put to practical use
Παραδείγματα
Despite its age, the car remained serviceable for daily commuting.
Παρά την ηλικία του, το αυτοκίνητο παρέμεινε χρησιμοποιήσιμο για την καθημερινή μετακίνηση.
The old laptop is still serviceable for basic tasks like web browsing.
Το παλιό laptop είναι ακόμα χρησιμοποιήσιμο για βασικές εργασίες όπως η περιήγηση στο διαδίκτυο.
Λεξικό Δέντρο
serviceability
serviceableness
unserviceable
serviceable
service



























