Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unverbalised
01
άρρητος, υπονοούμενος
conveyed or understood through actions, behavior, or context rather than verbal communication
Παραδείγματα
The unverbalised agreement to meet later was understood by both without a single word exchanged.
Η άρρητη συμφωνία για συνάντηση αργότερα έγινε κατανοητή και από τους δύο χωρίς να ανταλλάξουν ούτε μια λέξη.
There was an unverbalised expectation that everyone would contribute to the project.
Υπήρχε μια άρρητη προσδοκία ότι όλοι θα συνεισφέρουν στο έργο.



























