Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
untucked
01
ακατάστατος, μη τυλιγμένος
not neatly arranged or secured in a close-fitting manner
Παραδείγματα
His untucked shirt gave him a relaxed and casual appearance.
Το μη βάλτο πουκάμισό του του έδωσε μια χαλαρή και ανεπίσημη εμφάνιση.
The untucked bedsheets gave the room a messy look.
Τα ανοργάνωτα σεντόνια έδωσαν στο δωμάτιο μια ακατάστατη εμφάνιση.
Λεξικό Δέντρο
untucked
tucked
tuck



























