Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unthinking
Παραδείγματα
His unthinking reply to the question showed he had n’t truly considered it.
Η ασυλλόγιστη απάντησή του στην ερώτηση έδειξε ότι δεν την είχε σκεφτεί πραγματικά.
The unthinking act of pressing the button led to a series of mistakes.
Η απερίσκεπτη πράξη του πατήματος του κουμπιού οδήγησε σε μια σειρά από λάθη.
02
απερίσκεπτος, αδιάφορος
without care or thought for others
03
απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος
mentally sluggish
unthinking
01
απερίσκεπτα, χωρίς σκέψη
in a thoughtless manner
Λεξικό Δέντρο
unthinkingly
unthinking
thinking
think



























