LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Unstinting
/ʌnstˈɪntɪŋ/
/ənˈstɪntɪŋ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "unstinting"
unstinting
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
αχαλίνωτος
generously giving something such as help, money, time, praise, etc.
lavish
munificent
overgenerous
too-generous
unsparing
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App