Unscalable
volume
British pronunciation/ʌnskˈeɪləbəl/
American pronunciation/ʌnskˈeɪləbəl/

Ορισμός και Σημασία του "unscalable"

unscalable
01

incapable of being ascended

word family

scale

scale

Noun

scalable

Adjective

unscalable

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store