LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Unscalable
/ʌnskˈeɪləbəl/
/ʌnskˈeɪləbəl/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "unscalable"
unscalable
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
incapable of being ascended
scalable
word family
scale
scale
Noun
scalable
Adjective
unscalable
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
unsay
unsavory
unsavoriness
unsaved
unsaturated fatty acid
unscathed
unscheduled
unscholarly
unschooled
unscientific
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App