LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Unsaved
/ʌnsˈeɪvd/
/ʌnsˈeɪvd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "unsaved"
unsaved
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
in danger of the eternal punishment of Hell
word family
save
save
Verb
saved
Adjective
unsaved
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
unsaturated fatty acid
unsaturated
unsatisfying
unsatisfied
unsatisfiable
unsavoriness
unsavory
unsay
unscalable
unscathed
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App