LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Unsay
/ʌnsˈeɪ/
/ʌnsˈeɪ/
unsaid
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "unsay"
to unsay
ΡΉΜΑ
01
take back what one has said
word family
say
say
Verb
unsay
Verb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
unsavory
unsavoriness
unsaved
unsaturated fatty acid
unsaturated
unscalable
unscathed
unscheduled
unscholarly
unschooled
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App