Unscheduled
volume
British pronunciation/ʌnʃˈɛdjuːld/
American pronunciation/ənˈskɛdʒuɫd/

Ορισμός και Σημασία του "unscheduled"

unscheduled
01

not scheduled or not on a regular schedule

word family

schedule

schedule

Verb

scheduled

Adjective

unscheduled

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store