Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unmarried
01
ανύπαντρος, άγαμος
not having a legal or official romantic partner
Παραδείγματα
Despite being in a long-term relationship, they remained unmarried.
Παρά τη μακροχρόνια σχέση τους, παρέμειναν ανύπαντροι.
She chose to remain unmarried and focus on her career.
Επέλεξε να παραμείνει ανύπαντρη και να επικεντρωθεί στην καριέρα της.
Λεξικό Δέντρο
unmarried
married
marry



























