Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unlawful
01
παράνομος, αντινομικός
not conforming to legality, moral law, or social convention
Παραδείγματα
It 's unlawful to trespass on private property without permission.
Είναι παράνομο να εισέρχεστε σε ιδιωτική περιουσία χωρίς άδεια.
Selling counterfeit goods is unlawful and can result in legal consequences.
Η πώληση πλαστών εμπορευμάτων είναι παράνομη και μπορεί να έχει νομικές συνέπειες.
03
παράνομος, αντινομικός
contrary to or prohibited by or defiant of law
04
παράνομος, ανομικός
having no legally established claim
05
παράνομος, αντινομικός
not morally right or permissible
Λεξικό Δέντρο
unlawful
lawful
law



























