Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unintended
01
ακούσιος, απρόβλεπτος
happening without being planned or deliberately caused
Παραδείγματα
The unintended consequences of the policy change led to unexpected challenges for small businesses.
Οι ακούσιες συνέπειες της αλλαγής της πολιτικής οδήγησαν σε απροσδόκητες προκλήσεις για τις μικρές επιχειρήσεις.
The medication had several unintended side effects that were not anticipated during clinical trials.
Το φάρμακο είχε αρκετές ακούσιες παρενέργειες που δεν είχαν προβλεφθεί κατά τις κλινικές δοκιμές.
Λεξικό Δέντρο
unintended
intended
intend



























