Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unintellectual
01
μη διανοητικός, χωρίς διανοητικό βάθος
lacking intellectual depth, curiosity, or engagement with complex ideas
Παραδείγματα
The movie was fun but unintellectual, just explosions and jokes.
Η ταινία ήταν διασκεδαστική αλλά μη πνευματική, μόνο εκρήξεις και αστεία.
He avoided unintellectual conversations about gossip and reality TV.
Απέφευγε τις μη πνευματικές συζητήσεις για κουτσομπολιά και ριάλιτι τηλεόρασης.
Λεξικό Δέντρο
unintellectual
intellectual



























