Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unenergetically
01
χωρίς ενέργεια, νωθρά
in a way that shows little or no energy, enthusiasm, or activity
Παραδείγματα
He stirred the soup unenergetically, lost in thought.
Ανακάτεψε την σούπα χωρίς ενέργεια, χαμένος στις σκέψεις του.
The team played unenergetically, showing no drive to win.
Η ομάδα έπαιξε χωρίς ενέργεια, χωρίς να δείξει καμία όρεξη για νίκη.
Λεξικό Δέντρο
unenergetically
energetically
energetic



























