Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unenergetic
01
ανενεργητικός, απαθής
deficient in alertness or activity
02
ανενεργός
not inclined to be enterprising
Λεξικό Δέντρο
unenergetic
energetic
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ανενεργητικός, απαθής
ανενεργός
Λεξικό Δέντρο