Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unenlightened
01
αμαθής, μη φωτισμένος
lacking knowledge, understanding, or awareness
Παραδείγματα
His unenlightened beliefs about science were challenged when exposed to more accurate and up-to-date information.
Οι αναποφώτιστες πεποιθήσεις του για την επιστήμη αμφισβητήθηκαν όταν εκτέθηκε σε πιο ακριβείς και ενημερωμένες πληροφορίες.
The unenlightened remarks about gender roles reflected a lack of awareness about evolving societal norms.
Οι αφώτιστες παρατηρήσεις σχετικά με τους ρόλους των φύλων αντανακλούσαν έλλειψη ευαισθητοποίησης για τις εξελισσόμενες κοινωνικές νόρμες.
02
αφώτιστος, αγνοών
not enlightened; ignorant
Λεξικό Δέντρο
unenlightened
enlightened
enlighten
lighten



























