Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
undisputable
01
αδιαμφισβήτητος, αναντίρρητος
impossible to argue against or deny
Παραδείγματα
His achievements were undisputable, earning him respect across the industry.
Τα επιτεύγματά του ήταν αδιαμφισβήτητα, κερδίζοντας τον σεβασμό σε όλη τη βιομηχανία.
The evidence provided was undisputable, leaving no room for doubt.
Τα στοιχεία που παρέχονταν ήταν αδιαμφισβήτητα, χωρίς να αφήνουν περιθώριο αμφιβολίας.
Λεξικό Δέντρο
undisputable
disputable
dispute



























