LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Undeclared
/ˌʌndɪklˈeəd/
/əndɪˈkɫɛɹd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "undeclared"
undeclared
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
not publicly stated or admitted
declared
Παράδειγμα
Police dogs
are
trained
to
detect
contraband
substances
like
narcotics
or
undeclared
food
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App