Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unceasingly
01
αδιάκοπα, χωρίς σταματημό
continuously without stopping
Παραδείγματα
The rain fell unceasingly throughout the night, flooding the streets by morning.
Η βροχή έπεφτε αδιάκοπα όλη τη νύχτα, πλημμυρίζοντας τους δρόμους μέχρι το πρωί.
He worked unceasingly on the project, determined to meet the deadline.
Δούλεψε αδιάκοπα στο έργο, αποφασισμένος να τηρήσει την προθεσμία.
Λεξικό Δέντρο
unceasingly
unceasing
cease



























