Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ubiquitous
01
πανταχού παρών, διαδεδομένος
seeming to exist or appear everywhere
Παραδείγματα
Smartphones have become ubiquitous in modern society, with almost everyone owning one.
Τα smartphones έχουν γίνει πανταχού παρόντα στη σύγχρονη κοινωνία, σχεδόν όλοι έχουν ένα.
The scent of fresh coffee is ubiquitous in cafes, enticing passersby to come in.
Η μυρωδιά του φρέσκου καφέ είναι πανταχού παρούσα στα καφέ, δελεάζοντας τους περαστικούς να μπουν.



























