twee
twee
twi:
τουη
British pronunciation
/twˈiː/

Ορισμός και σημασία του "twee"στα αγγλικά

01

υπερβολικά λεπτός, επιτηδευμένος

excessively delicate or affected
Dialectbritish flagBritish
example
Παραδείγματα
The decor in her room was so twee, with pastel colors and lace curtains.
Η διακόσμηση στο δωμάτιό της ήταν τόσο επιτηδευμένη, με παστέλ χρώματα και κορτίνες από δαντέλα.
The twee style of her outfit included a frilly dress and oversized bows.
Το υπερβολικά λεπτεπίλεπτο στυλ της ενδυμασίας της περιελάμβανε ένα φουσκωτό φόρεμα και μεγάλα φιόγκια.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store