
Αναζήτηση
troublesome
01
ενοχλητικός, προβληματικός
causing problems, difficulties, or annoyance
Example
The troublesome leak in the roof required immediate repair to prevent further damage.
Η ενοχλητική διαρροή στη στέγη απαιτούσε άμεση επισκευή για να προληφθεί περαιτέρω ζημία.
Her troublesome neighbor's loud parties kept her awake at night.
Οι ενοχλητικοί γείτονές της με τα δυνατά πάρτι τους την κρατούσαν ξύπνια τη νύχτα.

Συναφή Λέξεις