Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Troupe
01
θίασος, ομάδα
a group of performers, especially actors or dancers, who work together as a collective entity
Παραδείγματα
The theater troupe rehearsed tirelessly for their upcoming performance.
Η θίασος του θεάτρου πρόβατε ακούραστα για την επερχόμενη παράστασή τους.
The director led the theatre troupe with enthusiasm and creativity.
Ο σκηνοθέτης ηγήθηκε της θεατρικής ομάδας με ενθουσιασμό και δημιουργικότητα.



























