Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
toothsome
01
γευστικός, ορεκτικός
acceptable to the taste or mind
02
αισθησιακός, γοητευτικός
having strong sexual appeal
Παραδείγματα
The chef 's new dessert was absolutely toothsome, leaving everyone at the table satisfied.
Το νέο επιδόρπιο του σεφ ήταν απολύτως νόστιμο, αφήνοντας όλους στο τραπέζι ικανοποιημένους.
We enjoyed a toothsome meal at the new restaurant, praising every dish for its flavor.
Απολαύσαμε ένα νόστιμο γεύμα στο νέο εστιατόριο, επαινώντας κάθε πιάτο για τη γεύση του.
Λεξικό Δέντρο
toothsomeness
toothsome
tooth
some



























