Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
toothless
01
άδοντός, χωρίς δόντια
lacking teeth
02
αδόντιστος, ανίσχυρος
lacking power, strength, or effectiveness
Λεξικό Δέντρο
toothless
tooth
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
άδοντός, χωρίς δόντια
αδόντιστος, ανίσχυρος
Λεξικό Δέντρο