Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
tolerable
01
ανεκτός, υποφερτός
able to be accepted or endured without causing excessive discomfort or dissatisfaction
Παραδείγματα
Despite the noise from the construction, the level was tolerable for most of the residents.
Παρά τον θόρυβο από την κατασκευή, το επίπεδο ήταν ανεκτό για τους περισσότερους κατοίκους.
The heat during the summer months was tolerable with the help of air conditioning.
Η ζέστη κατά τους καλοκαιρινούς μήνες ήταν ανεκτή με τη βοήθεια του κλιματισμού.
Παραδείγματα
His writing was tolerable, though it lacked creativity.
Το γράψιμό του ήταν ανεκτό, αν και έλειπε η δημιουργικότητα.
The hotel room was tolerable, offering the basics but nothing special.
Το δωμάτιο του ξενοδοχείου ήταν ανεκτό, προσφέροντας τα βασικά αλλά τίποτα ιδιαίτερο.
Λεξικό Δέντρο
intolerable
tolerably
tolerable
toler



























