LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Telemarketing
/tˈɛlɪmˌɑːkɪtɪŋ/
/ˌtɛɫəˈmɑɹkətɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "telemarketing"
Telemarketing
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
τηλεμάρκετινγκ
a method of selling and promoting goods and services by phone
telecommerce
teleselling
Παράδειγμα
Dealing with
annoying
telemarketing
calls
during
dinner
became
a
regular
annoyance
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App