Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
tedious
01
βαρετός, κουραστικός
boring and repetitive, often causing frustration or weariness due to a lack of variety or interest
Παραδείγματα
The tedious task of filing paperwork made the afternoon drag on.
Η κουραστική εργασία της υποβολής εγγράφων έκανε το απόγευμα να φαίνεται ατελείωτο.
The tedious process of data entry required hours of concentration and attention to detail.
Η κουραστική διαδικασία εισαγωγής δεδομένων απαιτούσε ώρες συγκέντρωσης και προσοχής στις λεπτομέρειες.
02
βαρετός, κουραστικός
using too many words, making it boring or tiresome to read or listen to
Παραδείγματα
The tedious instructions included steps that seemed redundant.
Οι κουραστικές οδηγίες περιλάμβαναν βήματα που φαίνονταν περιττά.
The novel 's tedious descriptions slowed down the plot significantly.
Οι κουραστικές περιγραφές του μυθιστορήματος επιβράδυναν σημαντικά την πλοκή.
Λεξικό Δέντρο
tediously
tediousness
tedious



























