Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
tainted
Παραδείγματα
His tainted reputation made it difficult for him to find work.
Η κηλιδωμένη φήμη του έκανε δύσκολο για αυτόν να βρει δουλειά.
The politician's tainted image prevented him from winning the election.
Η κηλιδωμένη εικόνα του πολιτικού του εμπόδισε να κερδίσει τις εκλογές.
02
μολυσμένος, ρυπασμένος
polluted or made impure by contact with something harmful or undesirable
Παραδείγματα
The water was tainted with industrial waste.
Το νερό ήταν μολυσμένο με βιομηχανικά απόβλητα.
The tainted meat had to be recalled from stores.
Το μολυσμένο κρέας έπρεπε να ανακληθεί από τα καταστήματα.



























