Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sybarite
01
συβαρίτης, ηδονιστής
an individual who is very fond of enjoying luxurious pleasures and items
Παραδείγματα
As a sybarite, he indulged in the finest wines and gourmet meals.
Ως συβαρίτης, απολάμβανε τα καλύτερα κρασιά και γκουρμέ γεύματα.
The sybarite ’s home was filled with expensive art and designer furniture.
Το σπίτι του συβαρίτη ήταν γεμάτο ακριβή τέχνη και έπιπλα σχεδιαστών.
Λεξικό Δέντρο
sybaritic
sybarite



























