Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Swordplay
01
ξιφασκία, παιχνίδι με σπαθιά
the skill or art of using a sword, typically in combat or as a sport
Παραδείγματα
He practiced swordplay with a fencing coach to prepare for tournaments.
Εξασκήθηκε στην ξιφασκία με έναν προπονητή για να προετοιμαστεί για τουρνουά.
Her swordplay technique improved after years of dedicated training.
Η τεχνική της στη ξιφασκία βελτιώθηκε μετά από χρόνια αφοσιωμένης προπόνησης.
Λεξικό Δέντρο
swordplay
sword
play



























