Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sycophant
01
κολακευτής, γλείφτης
an individual who excessively flatters someone of importance to gain a favor or advantage
Παραδείγματα
The CEO ’s office was filled with sycophants eager to win his favor with constant flattery.
Το γραφείο του CEO ήταν γεμάτο με κολακευτές που ανυπομονούσαν να κερδίσουν την εύνοιά του με συνεχή κολακεία.
He was known as a sycophant, always praising his boss to get ahead in the company.
Ήταν γνωστός ως γλείφτης, πάντα επαινούσε το αφεντικό του για να προοδεύσει στην εταιρεία.
Λεξικό Δέντρο
sycophantic
sycophant



























