Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
biased
01
μεροληπτικός, προκατειλημμένος
having a preference or unfair judgment toward one side or viewpoint over others
Παραδείγματα
The journalist 's article was criticized for being biased towards a particular political party.
Το άρθρο του δημοσιογράφου επικρίθηκε για να είναι προκατειλημμένο υπέρ ενός συγκεκριμένου πολιτικού κόμματος.
She could n't be impartial in the debate because of her biased views on the topic.
Δεν μπορούσε να είναι αμερόληπτη στη συζήτηση λόγω των προκατειλημμένων απόψεών της για το θέμα.
Λεξικό Δέντρο
unbiased
biased
bias



























