Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sturdily
01
στερεά, γερά
in a solid, thick, or strongly built way that resists damage or pressure
Παραδείγματα
The cottage was sturdily made from stone and heavy timber.
Το σπιτάκι ήταν γερά κατασκευασμένο από πέτρα και βαριά ξυλεία.
The bridge stood sturdily despite the violent winds.
Η γέφυρα στέκονταν σταθερά παρά τους βίαιους ανέμους.
Παραδείγματα
She sturdily defended her decision, even under pressure.
Υπερασπίστηκε σταθερά την απόφασή της, ακόμα και υπό πίεση.
He walked sturdily into the courtroom, head held high.
Μπήκε σταθερά στην αίθουσα του δικαστηρίου, με το κεφάλι ψηλά.
Λεξικό Δέντρο
sturdily
sturdy



























