Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
staunchly
01
σταθερά, αποφασιστικά
in a firm and loyal way, showing strong support or commitment
Παραδείγματα
She staunchly supported the environmental cause despite criticism.
Υποστήριξε αποφασιστικά την περιβαλλοντική υπόθεση παρά τις επικρίσεις.
The community staunchly opposed the new development project.
Η κοινότητα αποφασιστικά αντιτάχθηκε στο νέο έργο ανάπτυξης.
02
στερεά, γερά
in a strong, solid, or substantial manner, especially regarding construction or quality
Παραδείγματα
The bridge was staunchly constructed to withstand heavy traffic.
Η γέφυρα κατασκευάστηκε στερεά για να αντέχει σε έντονη κυκλοφορία.
The house stood staunchly against the fierce storm winds.
Το σπίτι στέκονταν σταθερά ενάντια στους λυσσαλέους ανέμους της καταιγίδας.
Λεξικό Δέντρο
staunchly
staunch



























