Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
strenuously
01
έντονα, επιπόνως
in a way that involves intense physical effort
Παραδείγματα
Drink plenty of water if you are exercising strenuously.
Πιείτε πολύ νερό αν ασκείστε έντονα.
The hikers climbed strenuously up the steep mountain trail.
Οι πεζοπόροι ανέβηκαν κουραστικά το απότομο μονοπάτι του βουνού.
Παραδείγματα
He strenuously denied any involvement in the scandal.
Αρνήθηκε επιμονα οποιαδήποτε εμπλοκή στο σκάνδαλο.
The lawyer strenuously argued for his client's innocence.
Ο δικηγόρος ενεργά υποστήριξε την αθωότητα του πελάτη του.
Λεξικό Δέντρο
strenuously
strenuous
strenu



























