Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
industriously
01
επιμελώς, εργατικά
in a hardworking, energetic, and focused way, especially over a long period
Παραδείγματα
She industriously typed up reports late into the night.
Έγραφε επιμελώς αναφορές μέχρι αργά τη νύχτα.
The students industriously prepared for their final exams.
Οι μαθητές προετοιμάστηκαν επιμελώς για τις τελικές εξετάσεις τους.
Λεξικό Δέντρο
industriously
industrious
industry



























