beneficial
be
ˌbɛ
μπε
ne
να
fi
ˈfɪ
φι
cial
ʃəl
σαλ
British pronunciation
/bˌɛnɪfˈɪʃə‍l/

Ορισμός και σημασία του "beneficial"στα αγγλικά

beneficial
01

ωφέλιμος, ευεργετικός

having a positive effect or helpful result
beneficial definition and meaning
example
Παραδείγματα
Taking breaks during work is beneficial for productivity.
Η λήψη διαλειμμάτων κατά τη διάρκεια της εργασίας είναι ωφέλιμη για την παραγωγικότητα.
The beneficial effects of meditation are widely recognized.
Τα ωφέλιμα αποτελέσματα του διαλογισμού είναι ευρέως αναγνωρισμένα.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store