Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Beneficence
01
ευποιία, γενναιοδωρία
the quality of showing kindness, generosity, and a desire to do good for others
Παραδείγματα
Her beneficence was evident in her tireless work at the local food bank.
Η ευποιία της ήταν εμφανής στην ακούραστη δουλειά της στην τοπική τράπεζα τροφίμων.
The beneficence of the donors made the charity event a huge success.
Η ευποιία των δωρητών έκανε τη φιλανθρωπική εκδήλωση μεγάλη επιτυχία.
02
ευεργεσία, καλοσύνη
doing good; feeling beneficent
Λεξικό Δέντρο
beneficence
benefic



























